Δε θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά που πήγα στον Εθνικό Κήπο. Θυμάμαι όμως ότι εκείνη την πρώτη φορά δεν εντυπωσιάστηκα. Ίσως η ανωριμότητα της ηλικίας, ίσως η αγάπη για τον πολύ διαφορετικό Αγγλικό Κήπο στο Μόναχο μέσα στον οποίο έκρυψα όλα τα παιδικά μου παιχνίδια, να μη με άφησε. Αργότερα, συνειδητοποίησα πόσο σπάνιο είναι, ειδικά στη χώρα μας, η ύπαρξη ενός τέτοιου Κήπου στην καρδιά μιας μεγαλούπολης.
Πριν λίγες μέρες, σε ένα αυθημερόν επαγγελματικό ταξίδι τη Αθήνα, επισκέφτηκα ξανά τον Κήπο. Μπήκα από την οδό Αμαλίας και το θέαμα αμέσως ξύπνησε όλες τις αισθήσεις μου. Περπάτησα δίπλα στις Ουασινγκτόνιες (Washingtonia filifera) και έστριψα δεξιά εκεί που ξαφνικά βρίσκεσαι μέσα σε ένα πράσινο “τούνελ” καθώς τα φυτά ανεβαίνουν πάνω στις πέργκολες. Είχα την αίσθηση ότι μου θύμισε κάποια σκηνή από ένα μυθιστόρημα που είχα διαβάσει παλαιότερα.
Η βόλτα μου συνεχίστηκε, ενώ στο μυαλό μου ερχόταν σκέψεις και εικόνες από άλλους κήπους που έχω επισκεφτεί στην Ευρώπη. Αλλά σε ποιον άλλο Κήπο θα βρεις αρχαία ερείπια; Κίονες, ρωμαϊκά μωσαϊκά; Χαμογέλασα. Ένας πλούτος απίστευτος. Άραγε πόσοι από αυτούς που περνάνε καθημερινά μέσα από τον Κήπο πηγαίνοντας στις δουλειές τους ή κάνοντας βόλτα έχουν μπει στον κόπο να μάθουν και δύο πράγματα για την ιστορία του;
Παρατηρούσα τον κόσμο που είχε εισέλθει στον Κήπο. Ένας κύριος γύρω στα 50 έκανε τζόκινγκ με τα ακουστικά στα αυτιά. Μια κυρία αλλοδαπή πέρασε βιαστική έχοντας από το χέρι το μικρό παιδί της. Εκείνο εμφανώς απολάμβανε τη βόλτα, εκείνη ήταν χαμένη στις σκέψεις της και βιαστική.
Μπροστά από τις Ουασινγκτόνιες στην κεντρική είσοδο από την οδό Αμαλίας ένα νεαρό ζευγάρι, μάλλον από την ελληνική επαρχία, φωτογραφίζονταν. Ο νεαρός έβγαζε την καλή του και η καλή του αυτόν. Προσπάθησαν να βγάλουν και μια καλή selfie αλλά το αποτέλεσμα δεν τους ικανοποιούσε. Προσφέρθηκα να τους βγάλω εγώ μερικές. Μετά προχώρησαν προς το ηλιακό ρολόι και κοιτούσαν τον επικλινή μεταλλικό δείκτη που είναι στερεωμένος πάνω σε μια μαρμάρινη βάση στην οποία είναι χαραγμένες οι ώρες. Η σκιά του δείκτη, ανάλογα με τη θέση του ήλιου, δείχνει και τη σχετική ώρα.
Λίγο παρακάτω στην παιδική χαρά δύο τουρίστριες, απροσδιόριστο από ποια χώρα, σίγουρα όχι βορειοευρωπαίες, έβγαζαν φωτογραφίες.
Το ενδιαφέρον μου στράφηκε και σε ένα ζευγάρι με ένα μικρό παιδί που συνοδεύονταν από έναν μάλλον επαγγελματία φωτογράφο και προσπαθούσαν να πείσουν τον μικρό μπόμπιρα να συνεργαστεί για να πετύχουν κάποιες φυσικές πόζες. Ήθελα να τους πω ότι οι φυσικές πόζες πετυχαίνονται ακριβώς όταν συμπεριφέρεσαι φυσιολογικά, δηλαδή παίξε με τον μικρούλη και ο φωτογράφος ξέρει, θα κάνει τη δουλειά του. Η κυρία ήταν ντυμένη υπερβολικά για την ώρα της μέρας, για τον Κήπο, σαν τις κοπελιές αυτές που συνήθως συναντάς στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, ο κύριος πιο απλά και το μπομπιράκι ήταν για ζούληγμα. Παππούδες ή γονείς; αναρωτήθηκα. Στην εποχή μας πια, πολλές φορές αδυνατεί κάποιος να το προσδιορίσει.
Πέρασα μπροστά από την προτομή του Καποδίστρια, του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας. Προσπάθησα να θυμηθώ ποιες άλλες προτομές υπάρχουν στο πάρκο. Θυμήθηκα αυτή του Διονύσιου Σολομού. Για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου έπιασα το κινητό και το γκούγκλαρα. Προτομές στον Εθνικό Κήπο: Αριστ. Βαλαωρίτη, Ι. Ευνάρδου, Ι. Καποδίστρια, Ζαν Μωρεάς, Δ. Σολωμού και Σπ. Σαμαρά. Μεγάλη ανακάλυψη το διαδίκτυο και ο “θείος γούγλης” που τα ξέρει όλα. Μα πραγματικά πως ζούσαμε πριν χωρίς αυτό το γκουγκλάρισμα;
Θυμήθηκα πως κάποτε ένας φίλος μου, μου είχε διηγηθεί κάποιες ιστορίες από τις κοπέλες του, που συνήθιζε να τις πηγαίνει βόλτα στον Εθνικό Κήπο. Τις μιλούσε για την ιστορία του Κήπου κι αυτές εντυπωσιάζονταν. Ο Βράχος της Αμαλίας ήταν το καλύτερό του. Πρόκειται για μια γεωμορφολογική βραχώδη προεξοχή στο γενικό ανάγλυφο του Κήπου, πίσω από το χώρο της παιδικής χαράς, όπου η βασίλισσα Αμαλία τοποθέτησε ένα οκταγωνικό μεταλλικό κάθισμα ώστε να επιβλέπει τις κηποτεχνικές εργασίες όταν κατασκευάζονταν ο Κήπος. Λένε πως το σημείο αυτό ήταν το αγαπημένο της και πως την εποχή εκείνη που τα δέντρα ήταν χαμηλά και οι πολυκατοικίες ανύπαρκτες, μπορούσε κανείς να έχει θέα μέχρι τη θάλασσα, την Αίγινα και τις καθαρές μέρες μέχρι και την Πελοπόννησο. Νομίζω ότι οι κοπέλες εντυπωσιάζονταν, κυρίως γιατί ήταν έτοιμες να εντυπωσιαστούν από τον γόη φίλο μου. Ίσως να θεωρούσαν ότι φλυαρεί κιόλα αντί να τις δώσει τα φιλιά και τις αγκαλιές που περίμεναν.
Πολλές φορές όταν βρίσκομαι σε έναν τόπο σκέφτομαι σκηνές που διαδραματίστηκαν εκεί στο παρελθόν. Θα ήθελα να μπορούσα να πατήσω ένα κουμπί και να γυρίσω το χρόνο πίσω, να δω μπροστά μου σαν ταινία να αλλάζουν οι καιροί και οι εποχές. Να δω αυτό το σημείο στο οποίο στεκόμουν στο βάθος του χρόνου. Τι έβλεπε το βλέμμα της βασίλισσας Αμαλίας εκεί που στεκόμουν εγώ εκείνη την στιγμή; Αναρωτήθηκα, τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Ο τόπος ή χρόνος;
Κοίταξα την ώρα στο κινητό μου και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να βιαστώ, είχα να προλάβω ένα λεωφορείο για να επιστρέψω στη Λάρισα και οι αποστάσεις της Αθήνας και ο χρόνος που απαιτούν είναι διαφορετικός από αυτό στον οποίο έχω συνηθίσει.
Περπάτησα προς την πλευρά της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας για να βγω από τον Κήπο και να πάρω το μετρό και έπεσα πάνω στο ρωμαϊκό μωσαϊκό δάπεδο. Μα φυσικά! Αυτό το είχα ξεχάσει. Ανακαλύφθηκε όταν φτιάχνονταν ο Κήπος. Κοσμούσε το αίθριο μιας ρωμαϊκής έπαυλης. Μάλιστα χρησιμοποιήθηκε και από τη βασιλική οικογένεια ως εξωτερικό αίθριο περιβαλλόμενο από αναρριχώμενα φυτά. Η συνολική του επιφάνεια είναι 400 μ2 ενώ μια μαρμάρινη σκάλα οδηγεί στο χώρο.
Ήταν η τελευταία εικόνα μου από τον Κήπο. Εκεί, στην είσοδο – έξοδο του Κήπου, στο πεζοδρόμιο της οδού Ηρώδου Αττικού κοντοστάθηκα για λίγο. Είχα μια αίσθηση που ήθελα να την κρατήσω για λίγο ακόμη – σαν να είχα μεταφερθεί για κάποια ώρα αλλού, σε κάποιον άλλο χωροχρόνο – πριν χαθώ στην πολύβοη Βασιλίσσης Σοφίας, στους γεμάτο κόσμο υπόγειους διαδρόμους του μετρό και στον περιορισμό του χρόνου να προλάβω το λεωφορείο της επιστροφής.
Ίσως κάπως έτσι να ήταν και η αίσθηση που άφησε ο Εθνικός Κήπος στον αμερικανό συγγραφέα Χένρυ Μίλλερ το σύντομο διάστημα της παραμονής του στην Ελλάδα, ώστε να γράψει το εξής:
“Το πάρκο παραμένει στην μνήμη μου όσο κανένα άλλο πάρκο που έχω επισκεφτεί στη ζωή μου. Η πεμπτουσία ενός πάρκου είναι όπως όταν κάποιος κοιτά ένα πίνακα ή ονειρεύεται, να βρίσκεται σε έναν τόπο που όμως δεν μπορεί ποτέ να πάει.”
*Λία Γκουντρουμπή
Ιστορικός, ProjectManager ευρωπαϊκών προγραμμάτων, Υπ. Διδάκτωρ Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στον τομέα Place/Citybranding, Place/Citymarketing