Ποίηση: “Από το τίποτα στο κάτι” του Βασίλη Αθανασίου, γράφει ο Γιώργος Σαράτσης

athanasiou

Αν μου ζητούσαν να τιτλοφορήσω κάπως την τοποθέτησή μου -εν είδει παρουσίασης- της συλλογής του Βασίλη Αθανασίου, θα επέλεγα έναν τίτλο ποιήματος και μάλιστα το δεύτερο σκέλος, μετά το διαζευκτικό «ή»: “Το Αρχέγονο Σκουλήκι”. Και σπεύδω να δικαιολογήσω αυτή μου την επιλογή. Αιώνες τώρα θεωρούμε το σκουλήκι ως κάτι αποκρουστικό, σιχαμένο, άχρηστο. Είναι όμως έτσι; Παρά τους όποιους συσχετισμούς του σκουληκιού με πρόσωπα και γεγονότα, το ταπεινό αυτό ασπόνδυλο που ζει καταχωνιασμένο στην υγρή γη, αποτελεί τον σημαντικότερο κρίκο στην αλυσίδα της αποδόμησης, συνεπώς στον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Για όλα, λοιπόν, πράγματι ευθύνονται τα σκουλήκια. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο χρήσιμο από την ιδέα της αποδόμησης, μιλώντας πάντα φιλοσοφικά. Συνεπώς, η σχέση μας με τα σκουλήκια μοιάζει να χάνεται στον χρόνο. Γι’ αυτό και «αρχέγονο» το εν λόγω σκουλήκι που άλλοτε μας τρώει, άλλοτε το τρώμε, το πατάμε, το αγνοούμε. Και συνήθως, ό,τι αγνοούμε ή ό,τι πιο πολύ φοβόμαστε, αυτό νομοτελειακά θα συμβεί.

Κι όπως ο ποιητής διεκπεραιώνει το παιχνίδι της ζωής του, την ίδια μοίρα ακολουθούν και οι λέξεις του, επιλέγοντας τίτλους διφορούμενους, διαζευκτικούς. Ίσως γιατί μία λέξη ή φράση δεν είναι ποτέ αρκετή ή γιατί αναζητά το κάτι παραπάνω στα όσα έχει να πει. Κάπως έτσι, πάντως, περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του: «Είμαι ένας λύκος / από άλλη εποχή. / Φίλος των παιδιών / και του μεγάλου Πάνα».

Με την ποιητική του, ο Βασίλης Αθανασίου, επιχειρεί να συμπυκνώσει όσα των γοήτευσαν αλλά και όσα τον αηδίασαν απ’ την μέχρι τώρα πορεία του στη ζωή. Δεν πουλάει πνεύμα, ούτε μασάει τα λόγια του. Τα «χώνει» διακριτικά. Αποδοκιμάζει με προσεγμένη ειρωνεία και προβληματίζει επί παντός επιστητού. Μιλάει όπως θα μιλούσε στον εαυτό του. Μιλάει για τον αξύριστο γελαδάρη με το μάρλμπορο, για τον εθελοντή δεσμώτη, για το φαρμάκι των αμφιβολιών, αλλά και την αθανασία, λέξη για ‘κείνον χωρίς αντίκρισμα. Μιλάει για το άγονο των καιρών και τις ψευδαισθήσεις. Μιλάει για την πατρίδα που γίνεται μητρίδα, γνωρίζοντας ότι η λέξη -όπως και όλα στη γη- είναι αρσενικοθήλυκη. Μιλάει για τα χαρακτηριστικα της δικής του μητρίδας που ‘ναι η δυσοσμία και το εμπόριο ονείρων. Σαν καρπούζια, θα πει, πωλούνται στις αγορές τα όνειρα. Και τελικά, σου βγαίνουν κολοκύθα. 

Στους στίχους του περιδιαβαίνουν ο Ηράκλειτος, ο Αλκαίος, ο Υπερίων και ο Γιαγκούλας, μαζί με τον Νάρκισσο, τον Κικέρωνα, τον Ζαρατούστρα, τον Καρλ Πόππερ και τον Φελίνι. Περιδιαβαίνουν όμως και δικοί μου αγαπημένοι, όπως ο μεγάλος δάσκαλος Επίκουρος και ο γοητευτικός Ηλίας Πετρόπουλος που ζήτησε απ’ τους δικούς του να πετάξουν τις στάχτες του στους υπονόμους του Παρισιού. Μόνο που εκνευρίζομαι γιατί οι σημερινοί Ελληναράδες δεν άκουσαν ποτέ κάτι για τον Πετρόπουλο πόσο μάλλον για τον Αθηναίο φιλόσοφο Επίκουρο.

Ο Βασίλης Αθανασίου μιλάει απροκάλυπτα, παρομοιάζοντας τα βυζιά με εισιτήρια για μια θέση στον παράδεισο ή αναφέρεται στην αγάπη σαν κάτι μεταξύ τάφου και αναστάσεως. Τί να ‘ναι όμως αυτό το «κάτι»; Όπως τόνισε κάποτε ένας σοφός, υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα στη ζωή από την αγάπη. Σίγουρα όμως η αγάπη δεν περιορίζεται στον επώδυνο ενεστώτα του Αθανασίου. Ήταν και παραμένει, τουλάχιστον για ‘μενα, ένα διαρκές παρελθόν. Άλλωστε, δεν είμαστε παρά το παρελθόν μας. Κι οι αγάπες δεν μπορούν παρά να μας ακολουθούν κατά πόδας.

Ααα, κι ο θεός. Υπάρχει στα ποιήματά του κι ο θεός. Αλήθεια, τί είναι θεός; Όχι ότι έχει κάποια σημασία, αλλά κουβέντα να γίνεται. Ουσιαστικά δεν έχει δοθεί ακόμα κάποια πειστική απάντηση για τη φύση του θεού. Πάντα θα μιλάμε για τα πέριξ, ποτέ για τον πυρήνα του. Κι ας λέμε ότι θεολογούμε. Ο Βασίλης στο ομώνυμο ποίημά του, επιχειρεί να ορίσει μία δική του ιδιόφωνη θεολογία. Θεός, λέει, μπορεί να ‘ναι ένα ποτήρι ιρλανδέζικης μπύρας ή μια κατσαρόλα κρασάτου κόκορα. Μπορεί να ‘ναι η γλώσσα του κορμιού και της ποίησης, ο Κήπος του Επίκουρου ή η οδός Ολυμπιωτίσσης αριθμός τέσσερα στην Ελασσόνα. Μπορεί όμως να είναι και ένα έκτακτο αιδοίο, η στύση του Πανός ή ένα βήμα στο κενό του τίποτα και του πάντα. Ο πολυθεϊσμός του Βασίλη φαντάζει γήινος, ανθρώπινος, πραγματικός. Η μεταφυσική είναι ένα μονοπάτι που μοιάζει να τον αφήνει παγερά αδιάφορο. Και ‘δω που τα λέμε, καλά κάνει. Εκεί όμως που πήγαινα να πω για την άρνηση της μεταφυσικής του, κάνει λόγο για έκτη αίσθηση. Αλλά θα μου πείτε, έτσι είναι. Όλοι μας δικαιούμαστε θέσεις και αντιθέσεις.

Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το «Γνοίθι τοι άλλοις», ακριβώς γιατί εκεί βρίσκεται το κλειδί, στη γνώση των άλλων. Μια και η ζωή μας δεν είναι παρά ένας διαρκής ετεροπροσδιορισμός και φαντάζει αδύνατη στην ουσία η γνώση του εαυτού. Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, την σημασία του έτερου στην ολοκλήρωση του προσωπικού μας «είναι». Τί κι αν ο Σάρτρ έλεγε ότι η κόλασή μας είναι ο άλλος, ο δρόμος προς τον παράδεισο περνά απαραιτήτως μέσα από την κόλαση.

Στίχοι ελεύθεροι, στοχαστικοί, που αγγίζουν κάποτε την πρόζα και τον αφορισμό. Αλλά και στίχοι έμμετροι, όχι πάντα καλομετρημένοι, συνθέτουν έναν μελωδικό ρεαλισμό που ‘χει κάτι να πει. Ελληνικά, λατινικά και αγγλικά δίνουν και παίρνουν νοήματα. Αναζητώντας, μάλιστα, ένα ποίημα ή έναν στίχο να σταθώ, να πω «όπα, εδώ είμαι, αυτό με εκφράζει», στάθηκα στο ολιγόστιχο ποίημα «Σκέψεις»:

Ανάμεσα σε δυό πατρίδες
ευχαρίστως θα προτιμούσα 
την χαρμόσυνη επαιτεία των στίχων.
Ανάμεσα σε δύο παραδείσους
θα προτιμούσα ευχαρίστως
μία κόλαση για να ξοδεύω
την εικόνα και το σπέρμα μου.

Η πατρίδα του Βασίλη φαίνεται να είναι η ποίηση και ο παράδεισός του η ηδονή να υπάρχεις, να νιώθεις, να περιπλανιέσαι, να κοπιάζεις για ό,τι αξίζει λίγο ή πολύ τον κόπο. Χωρίς προορισμούς και διεκπεραιώσεις. Από και προς την επικούρεια ηδονή. Κι ας μιλάνε οι υπόλοιποι για ευτυχίες και μεταθανάτιες ζωές. Όλα ήταν, είναι και θα παραμείνουν στο εδώ και τώρα.

[Από την παρουσίαση της συλλογής στην Ελασσόνα, 11 Ιούνη 2015]

Πηγή: http://thraka-magazine.blogspot.gr

Add Comment