Λία Γκουντρουμπή: Σαραντάπορο, ο τόπος και οι άνθρωποι

Με αφορμή την επέτειο της Μάχης Σαρανταπόρου

Κάπου στο κέντρο της Ελλάδας, στο πέρασμα της Θεσσαλίας στη Δυτική Μακεδονία, μεταξύ των οροσειρών Καμβουνίων και Πιερίων υπάρχει ένας ιστορικός τόπος. Ξέρω, δεν είναι ο μοναδικός, αλλά είναι ο δικός μου. Δεν γεννήθηκα, ούτε μεγάλωσα εκεί, όμως τον αγάπησα εξ απαλών ονύχων. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μόναχο, παιδί ενός από τα πολλά ζευγάρια Σαρανταποριτών μεταναστών τη δεκαετία του ’60.

Αρχικά τον αγάπησα μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών μου. Πολλές φορές τα βράδια, μου διηγούνταν ιστορίες από τη δική τους παιδική ζωή στο χωριό. Είχα κάποιες αγαπημένες ιστορίες όπως αυτή της γέννησης της αδερφής μου μπροστά στο σπίτι, στην πόρτα του σπιτιού που η μαμά μου μπήκε ως νύφη μόλις 17 ετών. Σε αυτό το δίπατο σπίτι ζούσαν περίπου 8 παιδιά και έξι μεγάλοι στον επάνω όροφο, ενώ στον κάτω όροφο το βράδυ έβαζαν τις αγελάδες και δίπλα υπήρχε κουμάσι για τα γουρούνια και τις κότες. Η άλλη αγαπημένη μου ιστορία ήταν από τον πόλεμο του ’40. Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν εγκαταλείψει το χωριό και τα σπίτια τους και ζούσαν στην ύπαιθρο μαζί με τα ζώα τους και όσα υπάρχοντα μπόρεσαν να κουβαλήσουν, φοβούμενοι τις βιοπραγίες των κατακτητών. Έτσι τα παιδικά παιχνίδια του μπαμπά μου ήταν η εύρεση ασφαλούς μέρους για διανυκτέρευση, το τάισμα των ζώων, η εξασφάλιση τροφής και πόσιμου νερού και, φυσικά, το κρυφτό με τους Γερμανούς. Σε αυτό το τελευταίο παιχνίδι είχε αναλάβει να κρύβει και τη φίλη του τη Βαΐτσα. Μία αγελάδα που τους εξασφάλιζε το απαραίτητο γάλα και που, μόλις τον έβλεπε να κρύβεται, πήγαινε κι εκείνη δίπλα του, λύγιζε τα πόδια της, μείωνε τον όγκο της και δεν έβγαζε κιχ. Κρατούσε μέχρι και την ανάσα της! Δύσκολα χρόνια, καμία σχέση με τη δική μου παιδική πραγματικότητα που μεγάλωνα «μέσα στα πούπουλα», όπως συνήθιζε να λέει η μαμά μου.

Αργότερα, τον αγάπησα κι από κοντά μέσα από τα καλοκαίρια των διακοπών μου. Στο Δημοτικό διάβασα στο βιβλίο της Ιστορίας ότι από τα στενά του Σαρανταπόρου το 480 π.Χ., πέρασε ο Ξέρξης όταν κατέρχονταν προς την αρχαία Αθήνα. Κάπου εκείνη την περίοδο κλείδωσε μέσα στο μυαλό μου ότι θα σπουδάσω Ιστορία και Αρχαιολογία. Όλα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων ήταν στο Σαραντάπορο. Τριγυρνούσα στα χωράφια κι έψαχνα για περίεργες πέτρες που μπορεί να ήταν αρχαίες. Όποιες μου φαινόταν τέτοιες, τις κουβαλούσα στο σπίτι και τις περιεργαζόμουν με μεγεθυντικό φακό. Έλεγα στο μπαμπά μου πως κάποια μέρα θα τα βρουν τα αρχαία, πως το χωριό μας θα γίνει διάσημο και θα γεμίσει επισκέπτες. Η μαμά μου με μάλωνε γιατί γυρνούσα ολημερίς μέσα στον ήλιο και επέστρεφα σπίτι με λερωμένα ρούχα και ματωμένα γόνατα. Για τα αρχαία είχα δίκιο. Βρέθηκαν! Κάπου εκεί που εγώ μικρή μάζευα εντελώς αθώα και στα τυφλά τις «αρχαίες» πέτρες μου, νοτιοανατολικά του σημερινού Σαρανταπόρου ανακαλύφθηκε η αρχαία Δολίχη, μία από τις τρεις πόλεις της Περραιβικής Τρίπολης. Ο αρχαιολογικός χώρος ταυτοποιήθηκε το 1997 από έναν δίγλωσσο οριοδείκτη.

Μέχρι το 1927 το χωριό λεγόταν Γκλίκοβο. Δίγλωσσο τοπωνύμιο από το ρωμαϊκό – βυζαντινό Απλίκι και τη σλαβική κατάληξη -βο, καθώς φαίνεται ότι υπήρχε ένα οχηρό ή φρούριο, κάτι συνηθισμένο σε κομβικά οδικά σημεία.

Σε ένα από εκείνα τα καλοκαιρινά μας ταξίδια στην Ελλάδα είχε μπει στο πρόγραμμα και η Αθήνα. Μετά την Ακρόπολη, ο μπαμπάς μου με πήγε στο Σύνταγμα, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Αγνόησε τους Ευζώνους και προχώρησε στο δεξί πλευρικό τοίχο. «Δες» μου είπε, «εδώ στους πελεκημένους πωρόλιθους του τοίχου είναι χαραγμένα τα ονόματα τόπων, στους οποίους έχουν διεξαχθεί οι ενδοξότερες μάχες των αμυντικών και απελευθερωτικών πολέμων του Ελληνισμού». Με τα παιδικά μου μάτια καρφωμένα στον τοίχο διάβασα δυνατά: όλη μέρα «ΕΛΑΣΣΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΝ ΛΑΖΑΡΑΔΕΣ ΣΤΕΝΟΠΟΡΤΑ»!

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 1912, η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Το σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, υπό τις διαταγές του τότε Διαδόχου και Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνόμενων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού. Η επίθεση αυτή θα συνδυαζόταν και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό, από την περιοχή του χωριού Κρανιά, διά μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.

Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός με τις 2η, 3η και 6η Μεραρχίες στο κέντρο, την 1η Μεραρχία δεξιά, το Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου στο άκρο δεξιά, την 4η, 5η Μεραρχία και τη Ταξιαρχία Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασμα Γεννάδη στο άκρο αριστερό, εξόρμησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου. Οι ελληνικές δυνάμεις, όλη τη μέρα κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες αφού έπρεπε να αντιμετωπίσουν όχι μόνο έναν ισχυρά οργανωμένο αντίπαλο αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την απειλητική γι’ αυτούς υπερκερωτική ενέργεια της 4ης Μεραρχίας και −εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι και τη βροχή− υποχώρησαν από την αμυντική γραμμή Σαρανταπόρου-Λαζαράδες και άρχισαν να συμπτύσσονται εσπευσμένα προς τα Σέρβια. Έτσι στις 10 Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό και άφθονο πολεμικό υλικό των Τούρκων πέρασε στα χέρια τους. Η 4η Μεραρχία κινήθηκε γρήγορα και με την Ημιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα.

Τα στενά του Σαρανταπόρου ήταν η μοναδική θέση όπου η κατώτερη αριθμητικά τουρκική δύναμη μπορούσε να ανακόψει την ελληνική προέλαση. Ο Φον Ντερ Γκολτς μάλιστα, γερμανός οργανωτής του τουρκικού στρατού, είχε πει ότι τα στενά αυτά «θα ήταν ο τάφος του ελληνικού στρατού». Ο ελληνικός στρατός όμως τον διέψευσε. Έτσι, μετά τη γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου άνοιξαν οι πύλες για την απελευθέρωση της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Κοζάνη, Ιωάννινα, Πρέβεζα και στις 26 Οκτωβρίου 1912 η Θεσσαλονίκη.

Και δεν τελειώνουν εδώ οι ιστορικές στιγμές για το χωριό μου. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 21 Ιουνίου 1943 μία γερμανική φάλαγγα με σημαντικό στρατιωτικό εφοδιασμό κατευθύνονταν από την Ελασσόνα προς τα Σέρβια. Στα στενά του Σαρανταπόρου δέχθηκε επίθεση από αντάρτες, οι οποίοι κατάφεραν ένα καίριο πλήγμα στον εχθρό. Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολοι για τους κατοίκους των γύρω χωριών, καθώς τα αντίποινα των Γερμανών δεν άργησαν να φανούν. Εκείνους τους μήνες ήταν που ο μπαμπάς μου με τη φίλη του Βαΐτσα κρύβονταν στην ύπαιθρο. Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό και έκαψαν αρκετά σπίτια, μεταξύ αυτών και το σπίτι του παππού μου. Μέσα στο σπίτι παγιδεύτηκε και κάηκε ζωντανός ο προπάππους μου − πατέρας του παππού μου. Έκαψαν και την εκκλησία και το σχολείο. Λίγους μήνες αργότερα, στις 19 Ιανουαρίου 1944, το χωριό θρήνησε του άντρες του. Από το πρωί είχαν μαζέψει σε ένα μέρος όλους τους χωριανούς. Λίγο πριν το σούρουπο άφησαν τα γυναικόπαιδα, ενώ οδήγησαν τους άντρες του χωριού στη θέση «Μελίσσι» και τους εκτέλεσαν. Μεταξύ αυτών και ο αδερφός της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου πενθούσε τον αδερφό της μέχρι τα 93 της που μας άφησε. Δεν φόρεσε ποτέ ξανά χρωματιστά ρούχα, ούτε στον γάμο των παιδιών της. Μόνο μαύρο και μπλε σκούρο.

Κάθε τόπος καθορίζεται από την ιστορία του αλλά και από τους ανθρώπους του. Αν με ρωτήσετε τι μου αρέσει περισσότερο στον τόπο καταγωγής μου, δε θα σας πω για την ιστορικότητά του, ούτε για τους αρχαιολογικούς χώρους και το Μουσείο της Μάχης. Θα σας πω για τους ανθρώπους του. Αν έρθεις στην πλατεία του χωριού μου να πιεις έναν καφέ, θα σε πλησιάσουν και θα σε ρωτήσουν ποιος είσαι και τι σε φέρνει στα μέρη τους. Οι ερωτήσεις τους −θα το καταλάβετε αμέσως− δεν θα είναι από περιέργεια αλλά από διάθεση επικοινωνίας. Άλλωστε αν ήταν από περιέργεια θα περιορίζονταν σε κλεφτά βλέμματα και ψιθύρους και δε θα επεκτείνονταν σε κουβέντες.

Τα τελευταία χρόνια κάτι συμβαίνει στο Σαραντάπορο. Μια ομάδα νέων ανθρώπων δραστηριοποιείται εθελοντικά από το 2010 οικοδομώντας ένα κοινοτικό ασύρματο δίκτυο που συνδέει χωριά της περιοχής παρέχοντας ταυτόχρονα ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο. Μια άλλη ομάδα νέων ανθρώπων διοργάνωσε για πρώτη φορά το 2011 τη «Σαρανταπορεία», η οποία καθιερώθηκε και από τότε επαναλαμβάνεται κάθε Αύγουστο. Και οι δράσεις δεν σταματάνε εδώ. Μουσικές με παραδοσιακούς χορούς αλλά και συναυλίες όπως αυτή του Θανάση Παπακωνσταντίνου σε έναν ειδυλλιακό χώρο παλιού λατομείου. Οι νέοι του χωριού διοργανώνουν το Mountain Party καθώς και συναυλίες με έντεχνη μουσική. Επιπλέον το Sarantaporo Mountain Run, αγώνας ορεινού τρεξίματος 10 χιλιομέτρων, η «Φεγγαρότσαρκα» στην πανσέληνο του Αυγούστου και πολλά άλλα δίνουν ζωή στο χωριό και έχουν αρχίσει να προσελκύουν επισκέπτες.

Αφού λοιπόν τα αρχαία στο χωριό μου βρέθηκαν, ο τόπος μου είναι πλέον περισσότερο γνωστός. Αφού οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται και φέρνουν προστιθέμενη αξία στον τόπο τους, σκέφτομαι συχνά πως τελικά η παιδική μου σκέψη ότι το χωριό μας θα γίνει διάσημο και θα φιλοξενεί επισκέπτες δεν είναι ούτε αφελής, ούτε ουτοπική.